- περιπονώ
- -έω, ΜΑ(κυρίως το παθ.) περιπονοῡμαι, -έομαιμσν.είμαι ανήσυχος για κάτι, δηλαδή ενδιαφέρομαι για κάτιαρχ.μοχθώ, καταπονούμαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιπόνησις — ήσεως, ἡ, Μ [περιπονώ] ταλαιπωρία ή θλίψη … Dictionary of Greek